Νύχτωσε πάλι. Ο χρόνος σταματά την στιγμή που ένα άστρο πιάνεται στην όραση μου. Και το κοιτώ, χαζεύω αυτήν την άχαρη, ασύμμετρη λάμψη. Μέσα της βλέπω σκιες, θολά καρδιοχτύπια. Βλέπω ένα χαμόγελο, βλέπω ένα δάκρυ. Έχουν και αυτά μια λάμψη, έτσι;
Μία λάμψη που γεννιέται με ένα βλέμμα ίσως, με ένα χαζό αστείο, με μία είδηση. Τότε σημαίνει πως φωτίστηκε λίγο η ψυχή και αντιδρά το σώμα.
Μία λάμψη που αργοπεθαίνει, που κυλάει και σβήνει, αφήνοντας στο δέρμα μια αρμύρα. Μία λάμψη που εξερράγη και έγινε δάκρυ, που θα σβήσει την ψυχή.
Νύχτωσε πάλι και τα άστρα ανθίζουν στον σκοτεινό αυτό κήπο,σαν γαρδένιες, όπως στον κήπο της γιαγιάς μου , θυμάμαι, μύριζε η πλάση άνοιξη. Βλέπω λάμψεις, πολλές και όμορφες.
Μια γλυκιά μελωδία σκάει στα αυτία μου σαν κύμα, σαν με το νύχι αγγίζω μια χορδή από την ταλαιπωρημένη μου κιθάρα. Πόσο πόνο ένιωσε η αθώα, πόσο θυμό. Καθώς τη γρατσουνούσα και φώναζα για να λυτρωθώ. Μα και πόσο πάθος, πόσο έρωτα ένιωσε αυτή η κιθάρα, καθώς χαϊδευα αργα το κορμί της, σαν έμπειρος αηδός που ιδέα δεν είχε για το σκοτεινό μέλλον του.
Είναι και αυτό λάμψη, έτσι; Πολύχρωμες λάμψεις του μυαλού τα αισθήματα.
Καθώς περπατώ, γρήγορα, βιαστικά, δεν πρόλαβα να δω τη σελήνη. Είχε κρυφτεί πίσω από τις τσιμεντένιες, γκριζες πολυκατοικίες. Δεν πρόλαβα να δω την μεγαλύτερη λάμψη του κήπου, που μου μοιάζει με το απαγορευμένο δένδρο.
Ξέρεις σαν την Εδέμ.
Δεν το είδα, γιατί οι λάμψεις που φυλάσσω στην ψυχή μου θα θελήσουν να αποδράσουν. Όχι, δεν πρέπει να κοιτάξω το φεγγάρι, θα σβήσουν οι λάμψεις μου, θα γίνουν αρμυρά δάκρυα και θα χαραξουν το δέρμα μου.
Δίχως λάμψεις άραγε, πως μπορούμε;
Δίχως το φεγγάρι πως μπορούμε;
Αγγελική Κατσίκα
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου